- δαιταλώμαι
- δαιταλώμαι (-άομαι) (Α)ευωχούμαι, τρώω ευχάριστα με παρέα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δαιταλώμαι φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. *δαίταλος < δαις (-τός) + (επίθημα) -αλος* (πρβλ. δαιταλεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιταλεύς — ( έως), ο (Α) 1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας 2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι τού Προμηθέως, Αισχ.) 3. Δαιταλῆς τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε ευς που προήλθε από δαίς (… … Dictionary of Greek
δαιταλουργία — δαιταλουργία, η (Α) η μαγειρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργία < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek
δαιταλουργώ — δαιταλουργῶ ( έω) (AM) μαγειρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + ουργώ < ουργος < έργον] … Dictionary of Greek